13 February 2012

Μια φορά και έναν κρύο καιρό..

Νομίζω είναι 13.2.2012.. Μπορεί όμως και να 'ναι 12.2.2012. Δεν θυμάμαι. Μόλις τελείωσε η ψηφοφορία στη βουλή. Υπερψηφίστηκαν, απ' ότι κατάλαβα, τα νέα μέτρα για την επόμενη δόση. Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε δηλαδή. Έκλεισα την τηλεόραση και έπεσα για ύπνο. Αλλά κάπου δυσκολεύομαι και πετάγομαι με μάτια ορθάνοιχτα. 

Τι κάνω εγώ εδώ; Για πόσο ακόμα θα κάθομαι να βλέπω να ρημάζουν σπίτια, μαγαζιά, δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες, ζωές...;; Για πόσο ακόμα θα ανέχομαι να μου γαμάνε τη ζωή και την πατρίδα;.. Μπορεί, τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ να μην ένιωσα πλήρες δέσιμο με την Ελλάδα. Πάντα είχα τάσεις φυγής. Αλλά σε καθηλώνει το γεγονός να βλέπεις τη χώρα σου να αποτυγχάνει και να τα παρατάει. Την ίδια χώρα που 20 χρόνια τώρα τη βλέπεις να σε μεγαλώνει με κάθε θυσία. Είμαι Ελληνίδα και είμαι περήφανη γι' αυτό. 

Κάποιοι, βέβαια, φρόντισαν να εξαλείψουν κάθε στοιχείο που μπορεί να με ενώνει μ΄αυτόν τον τόπο. Και θέλω να φύγω, Περισσότερο απο ποτέ...  .... ... Τώρα είναι σίγουρο..
Η εικόνα της καμμένης Αθήνας εξακολουθεί να παίζει στο πίσω μέρος του μυαλού μου σαν απο κακόγουστη ταινία θρίλερ. Και ο καθένας στον κόσμο του. Ίσως κάποια στιγμή να επιστρέψω. Με φοβίζει όμως το τι θα βρω εδώ. Αλλά πάντα προτιμούσα το φόβο του μετά απο την απογοήτευση του τώρα. 

Να την που έφτασε η γιορτινή βραδιά!
Στους τελευταίους μας χρόνους, τους μοναχικούς
στρατιές αγγέλων, με χρυσά φτερά
πεπλοφορούντες και πνιγμένοι με λυγμούς
φτάνουν στο θέατρο, παράσταση να δουν
έργο για τις ελπίδες και τους φόβους των θνητών
ενώ απο την ορχήστρα παράταιρα αντηχούν
ουράνιες μελωδίες των σφαιρών.

Μίμοι, στο σχήμα του ίδιου του Θεού
τραυλίζουν και μιλούν ψυθιριστά. 
Νευρόσπαστα που τριγυρίζουνε παντού
κι ολόγυρα πετούν κοπαδιαστά, 
στις προσταγές γιγάντιων άμορφων πλασμάτων
που συνεχώς το σκηνικό τραντάζουν
και σκοτεινές, αθέατες συμφορές
απο τα ολόμαυρα φτερά τους βγάζουν.

Δράμα πολύμορφο-α! ασφαλώς
ποτέ δεν θα λησμονηθεί
αφού το Φάντασμά του καταδιώκει συνεχώς
κόσμος πολύς που να το πιάσει αδυνατεί
μέσα σε κύκλο που αδιάκοπα γυρίζει
στο ίδιο πάντα σημείο, απ' την αρχή.
Παραφροσύνη, Αμαρτία, Φρίκη ορίζει
του κολασμένου ετούτου έργου η πλοκή.

Μα δες, μέσα στων μίμων την ορδή
τρυπώνει μια μορφή σαν ερπετό.
Στάζοντας αίμα ανεβαίνει στη σκηνή
και σπαρταράει ανάμεσά τους σαν τρελό. 
Σφαδάζει- και σε επιθανάτια αγωνία
οι μίμοι ένας ένας γίνονται τροφή του.
Θρηνούν τα Σεραφείμ για τη θνητή του λεία
- σάρκες ανθρώπινες, θυσία στην οργή του.

Σβήσαν- σβήσαν τα φώτα- όλα μαζί!
Πάνω απο τα κορμιά που τρεμουλιάζουν
η αυλαία κατεβαίνει, μαύρη, νεκρική,
με την ορμή ανέμων που μανιάζουν.
Πετούν τα πέπλα οι άγγελοι, σηκώνονται με βία,
πως <Άνθρωπος> λεγότανε αυτή η τραγωδία
με πρωταγωνιστή το Κατακτητικό Σκουλήκι.